ισορροπημένος

ισορροπημένος
η, ο уравновешенный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ισορροπημένος" в других словарях:

  • ισορροπώ — ισορροπώ, ισορρόπησα, ισορροπημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ισορροπώ : η μτχ. ισορροπημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → αυτός που έχει ή φανερώνει διανοητική ή ψυχική ισορροπία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ισορροπώ — ισορρόπησα, ισορροπημένος 1. μτβ., επιφέρω ισορροπία: Ισορροπούμε το ζυγό. 2. αμτβ., βρίσκομαι σε ισορροπία: Ο ζυγός ισορροπεί. 3. μτφ., βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση: Ισορροπημένος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έισος — ἔϊσος, η, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος 2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος 3. (για ασπίδα) στρογγυλή 4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός …   Dictionary of Greek

  • αζάβωτος — η, ο [ζαβώνω] 1. αυτός που δεν ζαβώθηκε, που δεν κάμφθηκε, ο αλύγιστος 2. που δεν έπαθε καμιά σωματική ή πνευματική βλάβη, σώος 3. ο διανοητικά ισορροπημένος …   Dictionary of Greek

  • εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • ισορρεπής — ἰσορρεπής, ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο ρρεπής, οξυ ρρεπής] …   Dictionary of Greek

  • ισορροπώ — (ΑΜ ἰσορροπῶ, έω) [ισόρροπος] 1. έχω ισορροπία 2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, η, ο αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος …   Dictionary of Greek

  • κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»